Η Ρωσία είναι κράτος με καπιταλιστική οικονομία από το 1991 (στην άκρως νεοφιλελεύθερη μορφή της μάλιστα) και ως τέτοιο και λόγω μεγέθους ασκεί τη δυνατότητα να εφαρμόζει ιμπεριαλιστική πολιτική με την έννοια που έχει προσλάβει ο όρος από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού (ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού) για να διαμορφώνει τη ζώνη επιρροής που θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της και την ενεργή συμμετοχή της στο πλαίσιο του παγκόσμιο ανταγωνισμού για κυριαρχία. Η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς την τελευταία τριακονταετία με την τακτική των πέντε κυμάτων, και σε αντίθεση με τις προφορικές διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί στον Γκόρμπι το 1990, έφτασε σε αυτό το σημείο που απειλεί καθαρά τη δυνατότητά της ως ανεξάρτητου παίκτη και εναλλακτικού κέντρου συσσώρευσης κεφαλαίων, έστω και στο σχετικά περιφερειακό επίπεδο που βρίσκεται σήμερα. Με την επέμβασή της στην Ουκρανία βλέπουμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από τις ελίτ που κινούν τα νήματα και κατέχουν την εξουσία στη Ρωσία. Η ΝΑΤΟική επέκταση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια είτε στον πόλεμο, είτε στον πυρηνικό πόλεμο, είτε στην εγκαθίδρυση ενός φιλοαμερικανικού καθεστώτος στη Ρωσία. Κι επειδή το τελευταίο είναι δύσκολο πώς να το κάνουμε, η Ρωσία, Κίνα κλπ. είναι μεγάλα κράτη για να δεχθούν να είναι υπό συνεχή νατοϊκή επιτήρηση, οδηγεί σε πρώτη φάση στον πόλεμο.
Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς, εμείς ως άνθρωποι και λαός που μπαίνουμε σε όλο αυτό; Και εμείς, και ο λαός τους Ουκρανίας, και αυτός της Ρωσίας ή της Αμερικής μπαίνουμε σ' αυτό που περιέγραφε ο Μπρεχτ πριν από πολλές δεκαετίες με αφορμή τις τρομακτικές συνέπειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Έλεγε λοιπόν ο Μπρεχτ ότι «έγινε ο πόλεμος, στον πόλεμο υπήρξαν νικητές και ηττημένοι, ο λαός των ηττημένων... είναι φτωχός και πεινάει, ο λαός των νικητών... είναι φτωχός και πεινάει!». Ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.