Η παρουσία και το συνολικό στάτους του Μπαρτζώκα στην ομάδα του μπασκετικού Ολυμπιακού σήμερα είναι μια μικρογραφία αυτής του σερ Άλεξ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, του Μπιλ Σάνκλι στη Λίβερπουλ, του Μπράιαν Κλαφ στη Νότιγχαμ Φόρεστ ή ακόμη και του Γκι Ρου στην Οσέρ. Ήρθε για δεύτερρη φορά στην ομάδα τον Γενάρη του 2020 σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση με την παρακμή ή την απαξίωση να αποτελούν την πιο εύγλωττη περιγραφή αυτού που συνέβαινε στις τάξεις της, διοικητικά, προπονητικά, αγωνιστικά ή οπαδικά και με διακριτική δουλειά μέσα σε ενάμιση χρόνο έχτισε ρόστερ που αποτέλεσε τη μαγιά για αυτό που βλέπουμε σταθερά τις τελευταίες τρεις σεζόν: μια ομάδα που είναι κάθε χρόνο στα φάιναλ φορ, να διεκδικεί με σοβαρές αξιώσεις το ευρωπαϊκό στέμμα, να κατακτά συνήθως -αν όχι πάντα- όλους τους υπόλοιπους τίτλους, και το κυριότερο να παίζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα πολύ όμορφο μπάσκετ. Αυτά, νομίζω, είναι κάποια δεδομένα που μπορούν πολύ δύσκολα να αμφισβητηθούν.
Με βάση τα παραπάνω είναι εντελώς άτοπη η σύγκριση του με την περίπτωση του Σφαιρόπουλου, ο οποίος είναι ένας προπονητής που δεδομένων των συνθηκών έχει πετύχει κάποια αξιόλογα επιτεύγματα στη σταδιοδρομία του (κατά βάση στον Ολυμπιακό), με τη μαγιά όμως της ομάδας που άφησε ο Μπαρτζώκας στην πρώτη του παρουσία στο Λιμάνι, και ο οποίος Σφαιρό μπορεί να ελεγχθεί μια χαρά γιατί δεν άφησε καμία απολύτως ιδιαίτερη κληρονομιά πίσω του όταν αποχώρησε το καλοκαίρι του '18. Για την ακρίβεια δεν άφησε συντρίμμια, αλλά μια γερασμένη ομάδα σε προφανή παρακμή με ανικανότητα κατάκτησης τίτλων, ανύπαρκτο αγωνιστικό στυλ και πολύ άσχημο μπάσκετ στο μάτι του σχετικού ή πανάσχετου θεατή. Τα συντρίμμια ήρθαν την επόμενη μιάμιση σεζόν, αλλά αυτή είναι μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί άλλη φορά.